γαλλερία

γαλλερία
γαλλερίᾱ , γαλλερίας
masc nom/voc/acc dual
γαλλερίας
masc voc sg
γαλλερίᾱ , γαλλερίας
masc voc sg (attic)
γαλλερίᾱ , γαλλερίας
masc gen sg (doric aeolic)
γαλλερίας
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γαλλερίας — γαλλερίᾱς , γαλλερίας masc acc pl γαλλερίᾱς , γαλλερίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”